- ψαλμουδιά
- ψαλμωδία η1) пение псалмов; 2) церк, песнопения, церковный гимн; 3) монотонное пение; 4) перен. сетование, нытьё, жалобы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλμουδιά — η, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψαλμωδία … Dictionary of Greek
ψαλμωδία — η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν [ψαλμῳδός] εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς») 2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να… … Dictionary of Greek